- σφόρτσος
- ο(λ. ιταλ.), σφοδρός άνεμος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σφόρτσος — ο, Ν σφοδρός άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sforzo (βλ. και σφορτσάρω)] … Dictionary of Greek